ὑπακουέμεν

ὑπακουέμεν
ὑπακούω
hearken
pres inf act (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • υπακούω — ὑπακούω ΝΜΑ [ακούω] ακούω με σεβασμό μία επιταγή και συμμορφώνομαι προς αυτήν νεοελλ. 1. είμαι υπάκουος, ευπειθής 2. (κατ επέκτ.) διέπομαι («το φαινόμενο υπακούει στον νόμο τής βαρύτητας») μσν. αρχ. 1. υποτάσσομαι σε κάποιον 2. εκκλ. ψάλλω σε… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”